πενταροδεκάρες

πενταροδεκάρες
οι
1. χρηματικό ποσό από πεντάρες και δεκάρες
2. μτφ. ευτελές χρηματικό ποσό («το δώρο του αξίζει μερικές πενταροδεκάρες»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πενταροδεκάρες — οι 1. πεντάρες και δεκάρες. 2. ποσό ασήμαντο: Με πενταροδεκάρες δε μαζεύονται τόσα χρήματα που θέλουμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”